Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Βιταμίνη D


Η βιταμίνη D διαφοροποιείται από τις άλλες βιταμίνες γιατί συντίθεται από τον ίδιο τον οργανισμό.
Διαχωρίζεται σε δύο τύπους με παρόμοια βιολογική δράση, την D2, η πρόσληψη της οποίας γίνεται μέσω της τροφής και την D3, η οποία συντίθεται από τον οργανισμό.
Η βιταμίνη D παράγεται πρωτευόντως από την έκθεση του δέρματος στην ακτινοβολία UVB, η οποία προκαλεί τη μετατροπή ενός παραγώγου της χοληστερίνης σε χοληκαλσιφερόλη, η οποία μετατρέπεται από το ήπαρ σε 25-υδροξυ-χοληκαλσιφερόλη και τελικά από τους νεφρούς στην 1,25-διυδροξυ-χοληκαλσιφερόλη.

Η ποσότητα της βιταμίνης D που παράγεται από τον οργανισμό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τον τύπο του δέρματος (όσο πιο σκούρο τόσο λιγότερη παραγωγή), το γεωγραφικό πλάτος, τη διάρκεια έκθεσης στον ήλιο, την επιφάνεια του εκτιθέμενου δέρματος και το ρουχισμό, την εποχή του χρόνου, τη χρήση αντιηλιακού και απο την ηλικία, καθώς μετά τα 65 έτη φθίνει η ποσότητα της βιταμίνης που συντίθεται.

Εκτός από τη σύνθεσή της από τον ήλιο, η βιταμίνη D λαμβάνεται από την κατανάλωση λιπαρών ψαριών (σαρδέλα, σολομός, σκουμπρί), τα οποία όμως παρέχουν τέτοιες ποσότητες βιταμίνης D ώστε να απαιτείται η καθημερινή κατανάλωση τουλάχιστον δύο μερίδων για να καλυφθούν οι ημερήσιες ανάγκες. Κι όσο για τον κρόκο των αυγών, απαιτούνται περίπου 20 αυγά καθημερινά, πρακτικώς αδύνατο.
Επειδή λοιπόν οι τροφές που είναι πλούσιες σε βιταμίνη D είναι ελάχιστες γι’ αυτό και ο ανθρώπινος οργανισμός καλύπτει τις ανάγκες του περισσότερο με την βιταμίνη D που παράγει ο ίδιος μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας.



Σύγχρονες ωστόσο επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι παρά την ηλιοφάνεια η έλλειψη βιταμίνης D είναι πιο συχνή στη λεκάνη της Μεσογείου απ’ ό,τι στη Bόρεια Ευρώπη.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο ήλιος δεν είναι σίγουρη, ούτε ακίνδυνη πηγή λόγω των βλαβών που μπορεί να προκαλεί στο δέρμα, ενώ η διατροφή δεν αποτελεί επαρκή εναλλακτική λύση, γι’ αυτό οφείλουμε να μετράμε την ποσότητα της βιταμίνης αξιολογώντας τα επίπεδα της 25-υδροξυ-χοληκαλσιφερόλης, ιδίως σε άτομα άνω των 60 ετών, καθώς χαμηλά επίπεδα βιταμίνης είναι δυνατόν να προκαλέσουν οστεοπόρωση και οστεομαλακία (στα παιδιά ραχίτιδα), μυϊκή αδυναμία, μυαλγίες και πτώσεις.
Εάν υπάρχει ανεπάρκεια ή έλλειψη βιταμίνης τότε καλύπτουμε τις ανάγκες του οργανισμού με συμπληρώματα.

Σημειωτέον ότι εκτός απο τη δράση της στα οστά και τους μυς η βιταμίνη D επιφέρει και άλλα πλεονεκτήματα στη γενικότερη υγεία, ιδίως σε πολλές χρόνιες παθολογίες του γήρατος, όπως στον καρκίνο, το έμφραγμα, την υπέρταση και τη συνολική θνησιμότητα.
Συμπερασματικά, η ανεπάρκεια σε βιταμίνη D στον πληθυσμό είναι συχνή και αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας.
Τα οφέλη της στο μυοσκελετικό σύστημα είναι αποδεδειγμένα, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις προστατευτικής δράσης αυτής σε πολλές παθολογίες σχετιζόμενες με το γήρας.
Τα δεδομένα αυτά καθιστούν την υποκατάστασή της απαραίτητη στις ηλικίες άνω των 60 ετών στον γενικό πληθυσμό, ενώ επιβάλλεται σε περιπτώσεις οστεοπενίας, οστεοπόρωσης, οστεομαλάκυνσης και στις νεώτερες ηλικίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: