Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

Εκτινασσόμενος δάκτυλος



Ο εκτινασσόμενος δάκτυλος είναι μία συχνή πάθηση που προκαλεί δυσλειτουργία στην κίνηση του χεριού καθώς το δάκτυλο «σκαλώνει» στην κάμψη και εκτινάσσεται «σαν σκανδάλη» στην έκταση (Trigger Finger και Trigger Thumb).
Το φαινόμενο αυτό προκαλείται λόγω της ανώμαλης ολίσθησης των τενόντων μέσα στο έλυτρό τους και την παγίδευσή τους στο χείλος του πρώτου δακτυλιοειδούς συνδέσμου (Α1 pulley-τροχαλία), γι’ αυτό η πάθηση λέγεται και στενωτική τενοντοθηκίτιδα ή τενοντοελυτρίτιδα.





Η πάθηση εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες παρά σε άνδρες. Μπορεί να συμβεί σε όλα τα δάκτυλα και προσβάλλει με σειρά συχνότητας τον παράμεσο, τον αντίχειρα, το μέσο, το δείκτη και το μικρό δάκτυλο. Μερικές φορές η νόσος απαντάται σε πολλά δάκτυλα και σπανιότερα στα δύο χέρια. 

Συνήθως πρόκειται για σύνδρομο καταπόνησης (overuse) και είναι συχνότερο  σε άτομα που εργάζονται με τα χέρια. Εν ολίγοις η πάθηση οφείλεται στην πάχυνση και τη στένωση του τενόντιου ελύτρου στο επίπεδο του πρώτου δακτυλιοειδή συνδέσμου στο ύψος της μετακαρποφαλαγγικής άρθρωσης, που προκαλεί δυσκολία στο γλίστρημα του τένοντα και τριβή, επιδείνωση της διόγκωσης του τένοντα, περαιτέρω τριβή κ.ο.κ. με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργείται θυσσανώδες οζίδιο λόγω της σύνθλιψης των ινών του τένοντα, το οποίο σκαλώνει κατά την κάμψη, ενώ κατά την επιστροφή του στο πέρασμα από τη στενή δίοδο προκαλεί τη χαρακτηριστική αναπήδηδη του δακτύλου. 




Έτσι, η πάθηση μπορεί να παρουσιάζεται με τη διάχυτη μορφή της όπου ο τένοντας και το έλυτρο είναι ομοιόμορφα διογκωμένα συνήθως σε μήκος 2-3 εκ. και την οζώδη μορφή όπου κατά την τριβή του τένοντα δημιουργείται ο θύσσανος.

Ωστόσο, εκτός των μηχανικών αιτίων και διάφορες ορμονικές διαταχές ή παθήσεις που διογκώνουν τους τένοντες και τα έλυτρα μπορούν να προκαλούν επίσης εκτινασσόμενο δάκτυλο, όπως η εμμηναρχή, η κύηση, η λοχεία, η εμμηνόπαυση, ο υποθυρεοειδισμός, ο σακχαρώδης διαβήτης και τα ρευματικά νοσήματα, γι’ αυτό μερικές φορές μπορεί να ζητηθούν εξετάσεις αίματος (Γενική αίματος, ΤΚΕ, CRP, RF, Γλυκόζη, TSH και HbA1C).

Στα αρχικά στάδια υπάρχει τοπική διόγκωση και πόνος στη βάση του δακτύλου που επιδεινώνεται με την ψηλάφηση ενώ η κίνηση είναι επώδυνη και χειρότερη τις πρωινές ώρες. Προοδευτικά υπάρχει εμπλοκή του δακτύλου στην κάμψη, η οποία επανέρχεται με τη χαρακτηριστική επώδυνη εκτίναξη του δακτύλου. Σε πιο προχωρημένα στάδια η ανάταξη δεν επιτυγχάνεται από μόνη της και χρειάζεται υποβοήθηση. Στο παραμελημένο στάδιο το δάκτυλο μπορεί να παρουσιάζει παραμόρφωση και να έχει απωλέσει τη δυνατότητα κίνησης.





Οι ελαφριές περιπτώσεις αντιμετωπίζονται με ανάπαυση του δακτύλου σε νάρθηκα και χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, ενδοελυτρική έγχυση κορτιζόνης ή υαλουρονικού και ενίοτε με φυσικοθεραπεία. 

Εαν η συντηρητική αγωγή αποτυγχάνει η χειρουργική διάνοιξη του δακτυλιοειδούς συνδέσμου με τοπική αναισθησία δεν πρέπει να καθυστερεί, γιατί οι παραμελημένες περιπτώσεις πέραν των 3-6 μηνών οδηγούν σε δυσίατη μόνιμη σύγκαμψη της κεντρικής φαλαγγοφαλαγγικής άρθρωσης.

Συχνά η Στενωτική Τενοντοθηκίτις συνυπάρχει με Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνος. Επίσης εμφανίζεται σε παιδιά και των δύο φύλων (0,5-2%) ως ιδιοπαθής στένωση του καμπτήρα του αντίχειρα η οποία ξεκινά ενδομητρίως αλλά διαπιστώνεται όταν το βρέφος αρχίζει να χρησιμοποιεί τα χεράκια του και αντιμετωπίζεται χειρουργικά με γενική αναισθησία μόνο εάν δεν έχουν αποδώσει οι ασκήσεις αφού το βρέφος γίνει ενός έτους. 



Ως στενωτικές τενοντοελυτρίτιδες θεωρούνται επίσης το Σύνδρομο De Quervain, η Τενοντοθηκίτιδα του Προσθίου Κνημιαίου και η Μεταταρσαλγία από τενοντοελυτρίτιδα των καμπτήρων τενόντων των δακτύλων του ποδιού.