Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Γάγγλιο



Το γάγγλιο είναι μια καλοήθης κύστη με διαυγές κολλώδες υγρό, γνωστό από την εποχή του Ιπποκράτη ως «μυξοειδής σάρκα».
Εμφανίζεται σε σημεία έντονης τριβής και κινητικότητας, κυρίως στον καρπό, στα δάκτυλα ή στον ταρσό και πολλές φορές συνδέεται με μίσχο με τον αρθρικό θύλακο ή το τενόντιο έλυτρο από το οποίο συνήθως προέρχεται.
Μάλλον οφείλεται σε τραυματισμούς ή εκφυλιστικές αλλοιώσεις μετά από καταπονήσεις, ιδίως σε ασθενείς με προδιάθεση, π.χ. χαλαρές αρθρώσεις.




Το γάγγλιο είναι ενοχλητικό αισθητικά, μπορεί να είναι ασυμπτωματικό, να αυξομειώνεται, να είναι επώδυνο και να επηρεάζει την κίνηση των αρθρώσεων ή των τενόντων, ιδίως όταν μεγενθύνεται και ερεθίζει τους παρακείμενους ιστούς και τα νευρικά στοιχεία. Τα εσωτερικά γάγγλια, μάλιστα, μπορεί να προκαλούν έντονα συμπτώματα, παρά το μικρό τους μέγεθος.

Η ανάπαυση, η χρήση νάρθηκα και η αναρρόφηση του περιεχόμενού του με παρακέντηση αρκετές φορές επιτυγχάνουν την υποχώρησή του. Ωστόσο μπορεί να επανεμφανιστεί στο ίδιο ή σε διαφορετικό σημείο.
Η λύση με τα μικρότερα ποσοστά υποτροπής είναι η χειρουργική, όπου και αφαιρείται μαζί με τη σύνδεσή του από τον ιστό προέλευσής του.

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΚΑΡΠΙΑΙΟΥ ΣΩΛΗΝΑ



Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι μια συνηθισμένη πάθηση κατά την οποία πιέζεται το μέσο νεύρο στον καρπό προκαλώντας μούδιασμα, πόνο και σε πιο προχωρημένο στάδιο αδυναμία στο χέρι.  




Πρόκειται για το πιό συχνό από τα παγιδευτικά σύνδρομα των περιφερικών νεύρων, όπου το μέσο νεύρο πιέζεται στον καρπιαίο σωλήνα, δηλαδή το στόμιο που δημιουργείται από τα οστάρια του καρπού και τον εγκάρσιο σύνδεσμο.


Το μέσο νεύρο σχηματίζεται από την συνένωση των έξω και έσω χορδών του βραχιονίου πλέγματος και φέρει κινητικές και αισθητικές ίνες από το 6ο, 7ο και 8ο αυχενικό και 1ο θωρακικό σπονδυλικό τμήμα νευρώνοντας όλους τους μυς της πρόσθιας επιφάνειας του αντιβραχίου, εκτός από τον ωλένιο καμπτήρα του καρπού και το ωλένιο τμήμα του εν τω βάθει καμπτήρα των δακτύλων, ενώ δίνει αισθητικότητα στην παλαμιαία επιφάνεια των πρώτων δακτύλων.

 


Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα εμφανίζεται αρχικά με ένα ακαθόριστο αίσθημα βάρους στον καρπό, το οποίο σταδιακά εξελίσσεται σε πόνο, μούδιασμα, μυρμήγκιασμα ή αίσθηση νυγμών από βελόνες.




Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι οι διαλείπουσες αιμωδίες του αντίχειρα, του δείκτη, του μέσου και της κερκιδικής πλευράς του παραμέσου δακτύλου, που εμφανίζονται συνήθως κατά τη διάρκεια του ύπνου, μάλλον γιατί οι καρποί είναι σε κάμψη, γεγονός που αναγκάζει τους πάσχοντες να ξυπνάνε και να τινάζουν ή να αιωρούν το χέρι τους έξω από το κρεβάτι για να ανακουφισθούν από τα συμπτώματά τους.

Το μικρό δάκτυλο δεν προσβάλλεται, καθώς νευρώνεται από το ωλένιο νεύρο, εκτός από τις σπάνιες περιπτώσεις που πάσχει και αυτό το νεύρο, είτε από νευροπάθεια είτε γιατί οι ίνες του πιέζονται σε κάποιο σημείο της διαδρομής τους από την έξοδό τους από την αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης, τους σκαληνούς  ή τον αγκώνα, είτε γιατί ερεθίζεται στο γειτονικό κανάλι του Guyon του οποίου το έδαφος είναι η συνέχεια της οροφής του καρπιαίου σωλήνα.
 



Τα συμπτώματα συνήθως εντείνονται από τις επαναλαμβανόμενες καθημερινές κινήσεις του καρπού, όπως στο κράτημα βιβλίου, φλυτζανιού  ή τηλεφώνου, στα ψώνια, στο πληκτρολόγιο, στην οδήγηση κλπ.
Σε πιο προχωρημένο στάδιο μπορεί να παρουσιάζεται μειωμένη δύναμη και αντοχή στα δάκτυλα και αδεξιότητα στις κινήσεις, πρωϊνή δυσκαμψία, αίσθηση διόγκωσης, γλίστρημα αντικειμένων ή δυσκολία στην εκτέλεση πιο λεπτών κινήσεων, όπως στο κούμπωμα, το γράψιμο ή το ράψιμο. Μερικές φορές μάλιστα μπορεί να παρουσιάζονται  ενοχλήματα κεντρικότερα του καρπού που μπορεί να φτάνουν ως τον ώμο.


 

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα παρατηρείται σε όλες τις ηλικίες, ακόμα και στα παιδιά, είναι όμως συχνότερο σε άτομα ηλικίας 45-60 ετών. Οι παχύσαρκοι προσβάλλονται συχνότερα, οι γυναίκες έχουν τριπλάσια πιθανότητα σε σχέση με τους άνδρες, ενώ παρατηρείται πολλές φορές στα άτομα της ίδιας οικογένειας.
Αν και υπάρχει διχογνωμία εάν η πάθηση οφείλεται σε μηχανική κατάχρηση ή σε γενετική προδιάθεση, είναι γεγονός ότι συνήθως συμβαίνει σε ασθενείς με στενό καρπιαίο σωλήνα, μετά από καταπόνηση του καρπού λόγω έντονης, παρατεταμένης ή επαναλαμβανόμενης κίνησης, τραυματισμούς, κατάγματα πηχεοκαρπικής  και πιο σπάνια σε σακχαρώδη διαβήτη, ρευματικά νοσήματα που προκαλούν φλεγμονή των τενόντων των καμπτήρων του καρπού, υποθυρεοειδισμό, εγκυμοσύνη, θεραπεία με αντισυλληπτικά, εμμηνόπαυση, αλκοολισμό, μεγαλακρία, αμυλοείδωση, τοπική αιμορραγία ή θρόμβωση, λοιμώξεις, οιδήματα λόγω συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας και προχωρημένη νεφρική ανεπάρκεια.




Η διάγνωση του συνδρόμου γίνεται από το ιστορικό και την κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται με τον ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο (Ηλεκτρομυογράφημα, Αισθητική και Κινητική Ταχύτητα Αγωγής), ενώ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα συμπτώματα μπορεί να οφείλονται και σε κεντρικότερο ερεθισμό του νεύρου, δηλαδή να προέρχονται από ριζίτιδα λόγω αυχενικής δισκοπάθειας ή σπανιότερα από ερεθισμό του βραχιονίου πλέγματος στη θωρακική έξοδο ή μονονευρίτιδα.

Μερικές φορές μάλιστα τα συμπτώματα και τα ευρήματα μπορεί να αφορούν το «Σύνδρομο διπλής συμπίεσης» όπου το νεύρο πιέζεται και στον καρπιαίο σωλήνα αλλά και σε άλλο σημείο της διαδρομής του, συνηθέστερα στον αυχένα.



 
Κλινικώς μπορεί να υπάρχει ευαισθησία στην πίεση του νεύρου, σημείο Tinel, θετικό Phallen Τest, υπαισθησία, ατροφία θέναρος και μυϊκή αδυναμία ιδίως στην αντιθετική κίνηση και τη σύλληψη μεταξύ αντίχειρα και δείκτη.




Στο αρχόμενο σύνδρομο η αντιμετώπιση είναι συντηρητική, δηλαδή ανάπαυση, εργονομική συμπεριφορά, ακινητοποίηση με νάρθηκες και φαρμακευτική αγωγή.
Η τοπική έγχυση κορτιζόνης είναι ανακουφιστική και πολλές φορές βοηθάει σε περιπτώσεις αμφιβολίας στη διάγνωση, καθώς η υποχώρηση των συμπτωμάτων επιβεβαιώνει το επίπεδο της βλάβης του μέσου νεύρου.
Η άρνικα, η κουρκούμη, το λινέλαιο και τα Ω 3 λιπαρά μπορεί να ανακουφίζουν στα αρχικά στάδια.



Στις επίμονες περιπτώσεις, ιδίως όταν τα συμπτώματα είναι έντονα και μόνιμα και κυρίως όταν υπάρχει μυϊκή αδυναμία, η λύση είναι η χειρουργική αποσυμπίεση του μέσου νεύρου, μια επέμβαση που γίνεται με τοπική αναισθησία.





Το ΣΚΣ μπορεί να δημιουργηθεί στη διάρκεια της κύησης, ιδιαίτερα στη διάρκεια του τρίτου τριμήνου. Στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάπαυση, η παγοθεραπεία και η χρήση νάρθηκα αρκούν και τα συμπτώματα υποχωρούν βαθμιαία μερικές εβδομάδες μετά τον τοκετό, μερικές φορές όμως απαιτείται χειρουργική επέμβαση.




Προληπτικά: έγκαιρη υιοθέτηση εργονομικής συμπεριφοράς, αποφυγή της πολύωρης δραστηριότητας που απαιτεί επανειλημμένες κινήσεις των χεριών και ιδιαίτερα σε βαριές χειρωνακτικές εργασίες, πχ κρουστικά εργαλεία, περιορισμός κατανάλωσης καφεΐνης, νικοτίνης και οινοπνεύματος.


Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα πρέπει να θεραπεύεται σε όλες τις περιπτώσεις, γιατί εάν παραμείνει για πολλά χρόνια, όπως πολλές φορές συμβαίνει στους ηλικιωμένους που αναβάλλουν την επέμβαση, μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη βλάβη του νεύρου, δηλαδή σε μη αναστρέψιμα ενοχλήματα με κυρίαρχη την αιμωδία, τη μυική ατροφία και την αδυναμία.