Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

ΤΕΝΟΝΤΟΠΑΘΕΙΑ ΑΧΙΛΛΕΙΟΥ



Ο Αχίλλειος τένοντας είναι ο μεγαλύτερος και πιο ισχυρός τένοντας του ανθρώπινου σώματος και μπορεί να υποβαστάξει κατά τα άλματα δυνάμεις ακόμα και δεκαπλάσιες του σωματικού βάρους.



Ο αχίλλειος τένοντας συνδέει τον γαστροκνήμιο και τον υποκνημίδιο μυ με το οστούν της πτέρνας, κάνει πελματιαία κάμψη, επιτρέπει την ανύψωση του άκρου πόδα στα δάκτυλα και συμμετέχει στη "φάση της ώθησης" κατά τη βάδιση, την άνοδο κλίμακας ή το τρέξιμο.



Παρότι έχει επικρατήσει ο όρος τενοντίτιδα η πάθηση οφείλεται είτε σε τραυματισμό, είτε ακόμα πιο συχνά σε επαναλαμβανόμενη ή υπερβολική καταπόνηση του τένοντα που προκαλεί εκφυλιστικές αλλοιώσεις ή μικρορήξεις στις τενόντιες ίνες.




Η Τενοντίτιδα Αχιλλείου μπορεί να διακριθεί στην τενοντίτιδα που προσβάλλει συνήθως το μέσον του τένοντα, δηλαδή 2-6 εκ. από την πρόσφυσή του, την περιοχή δηλαδή της φτωχότερης αιμάτωσης, και στην καταφυτική τενοντίτιδα που παρουσιάζεται με πόνο και οίδημα στην οπίσθια επιφάνεια της πτέρνας, όπου συνήθως υπάρχει χαρακτηριστικό εξόγκωμα (Haglund’s).


         
                                                                                                                                                                                                                                                   
Η τενοντίτιδα είναι συχνότερη σε εφήβους και νεαρούς ενήλικες που αθλούνται εντατικά, γι’ αυτό και κατηγοριοποιείται στις αθλητικές κακώσεις. Παρόλα αυτά  μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αν και πιο συχνά συμβαίνει σε άτομα που αθλούνται περιστασιακά και σε απασχολούμενους με εργασίες που απαιτούν έντονη φυσική δραστηριότητα ιδίως σε ανώμαλες επιφάνειες ή σκαλοπάτια.

Η πάθηση συνήθως προκαλείται από υπερβολική χρήση, ιδίως κατά την εντατική προπόνηση όπου εσφαλμένα μπορεί  να αυξηθεί απότομα η ένταση και η συχνότητα των ασκήσεων. Μπορεί επίσης να συμβεί πιο εύκολα σε άτομα με σφιχτούς ή βραχείς μύες (γαστροκνήμιο  ή υποκνημίδιο), μερικές φορές ακόμα και λόγω πολύωρης καθημερινής βάδισης ή ορθοστασίας. Πολλές φορές προκαλείται σε εκείνους που ασκούνται ή εργάζονται σε ανώμαλο έδαφος, σε όσους τρέχουν συχνά σε ανηφορική διαδρομή, σε πάσχοντες από παραμορφώσεις που ποδιού (πχ πλατυποδία, ανισοσκελία) και σε όσους δεν φροντίζουν την υπόδησή τους.




Αν και συνήθως η πάθηση οφείλεται σε έντονη δραστηριότητα ή τραυματισμό, διάφορες παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, τα ρευματολογικά νοσήματα, οι παθήσεις του θυρεοειδούς, η ουρική αρθρίτιδα, η νεφρική ανεπάρκεια και ορισμένα φάρμακα όπως τα στεροειδή και οι κινολόνες αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισής της.




Η πάθηση εκδηλώνεται με πόνο, δυσκολία στην κίνηση και απώλεια της δύναμης στην κίνηση της πελματιαίας κάμψης, ιδίως όταν το πόδι αφήνει το έδαφος για το επόμενο βήμα, κατά την ακροστασία στα δάκτυλα των ποδιών και τη διάταση του τένοντα.
Μπορεί επίσης να υπάρχει ερυθρότητα, θερμότητα, οίδημα, ευαισθησία κατά μήκος του τένοντα, ή στο σημείο πρόσφυσής του στη φτέρνα, όταν πρόκειται για καταφυτική τενοντίτιδα ή ορογονοθυλακίτιδα, αίσθημα ανελαστικότητας και να παράγεται κριγμός .     
Ο τένοντας μπορεί να είναι διογκωμένος, σκληρός και να ψηλαφώνται οζίδια.
Τα άτομα που πάσχουν από τενοντοπάθεια του αχίλλειου στο ένα πόδι έχουν πιθανότητα έως και 40% να εμφανίσουν τενοντοπάθεια και στο άλλο πόδι, ενώ παρατηρείται αυξημένη συχνότητα προσβολής σε άτομα της ίδιας οικογένειας.




Αν ο πόνος στον αχίλλειο αφορά τον παρατένοντα τότε πρόκειται για φλεγμονώδη διαδικασία (παρατενοντίτιδα ή περιτενοντίτιδα) που μπορεί να οδηγήσει σε συμφυτική στενωτική ορογονοθυλακίτιδα εμποδίζοντας την ολισθηρότητα του τένοντα. 
Ο συνδυασμός της παρατενοντίτιδας και της τενοντοπάθειας προκαλεί παντενοντοπάθεια.
Μερικές φορές δεν πάσχει ο τένοντας, αλλά φλεγμαίνει ο ορογόνος θύλακος πλησίον της πρόσφυσης, ο οποίος μπορεί να έχει πιεστεί από ένα σφιχτό παπούτσι ή να έχει προσβληθεί από ουρική νόσο ή άλλη φλεγμονώδη αιτία.




Η διάγνωση γίνεται με βάση το ιστορικό και την κλινική εξέταση. 
Οι απλές ακτινογραφίες μπορεί να δείξουν αποτιτανώσεις, ενώ πιό χρήσιμα στη διαγνωστική διαδικασία είναι το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία.
   



Η θεραπεία περιλαμβάνει συνήθως ανάπαυση, πάγο, αναλγητικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα τοπικά και από του στόματος, τροποποίηση υποδημάτων (μαλακό οπίσθιο τμήμα ή και καθόλου, ανύψωση της πτέρνας), χρήση ειδικών ναρθήκων, φυσικοθεραπεία (υπέρηχα, ιοντοφόρηση, laser, διατάσεις, πλειομετρικές ασκήσεις, κινησιοπερίδεση κλπ),  κρουστικό υπέρηχο (extracorporeal shockwave), έγχυση αυτόλογου πλάσματος πλούσιο σε αιμοπετάλια και τροποποίηση δραστηριοτήτων, ιδίως αποφυγή ανηφορικών διαδρομών και κλίμακας.

Η τοπική έγχυση στεροειδών ενδείκνυται μόνο στην  περίπτωση οπισθοπτερνικής ορογονοθυλακίτιδος.




Αν δεν υπάρξει έγκαιρη αποκατάσταση, η τενοντίτιδα μπορεί να χρονίσει με συχνές υποτροπές και κίνδυνο ρήξης του τένοντα. Χειρουργική επέμβαση απαιτείται επί επιμονής των ενοχλημάτων παρά τη θεραπεία και επί ρήξης του τένοντα.
Σε περιπτώσεις συμφύσεων από παρατενοντίτιδα, μπορεί να απαιτείται λύση των συμφύσεων είτε διαδερμικά είτε με ανοικτή επέμβαση.



Η αποφυσίτιδα της πτέρνας που συνήθως ανταποκρίνεται στην ανάπαυση, η οικογενής υπερλιποπρωτεϊναιμία που μπορεί να συνδυάζεται με αρθρικές εκδηλώσεις και ψηλαφητά οζίδια στον τένοντα και οι εφηβικές κολλαγονώσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν πρόκειται για επίμονο πόνο στον αχίλλειο των εφήβων.



Η πρόληψη αποτελεί σήμερα την αποτελεσματικότερη παρέμβαση για την τενοντοπάθεια του αχίλλειου.
Οι κυρίες πρέπει να αποφεύγουν να φοράνε για πολλές ώρες τακούνια ψηλότερα των 5 εκ, ενώ η προθέρμανση, οι διατάσεις και τα ορθά υποδήματα είναι βασικά μέτρα που πρέπει να τηρεί κάθε αθλούμενος.
Σε μερικές περιπτώσεις απαιτείται δυναμικός και στατικός έλεγχος με πελματογράφημα, ώστε να διορθωθούν τυχόν διαταραχές φόρτισης του πέλματος στην όρθια θέση και στη βάδιση με ειδικούς πάτους.