Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Σύνδρομο υπακρωμιακής πρόσκρουσης Τενοντίτιδα στροφικού πετάλου του ώμου



Ο πόνος στον ώμο συνήθως οφείλεται σε παθολογία του στροφικού τενόντιου πετάλου που αποτελεί την κατάφυση τεσσάρων μυών που σταθεροποιούν δυναμικά τη βραχιόνια κεφαλή στην ωμογλήνη και σε συνέργεια με τον δελτοειδή ανυψώνουν τον βραχίονα, εκ των οποίων ο μεν υπερακάνθιος ελέγχει κυρίως την απαγωγή, ο υπακάνθιος και ο ελάσσων στρογγύλος την έξω στροφή ενώ ο υποπλάτιος την έσω στροφή.




Ο υπερακάνθιος προς την πρόσφυσή του στο βραχιόνιο διέρχεται μέσα από ένα στόμιο το οποίο σχηματίζουν το ακρώμιο, ο κορακοακρωμιακός σύνδεσμος, η ακρωμιοκλειδική άρθρωση, το βραχιόνιο και η αρθρική επιφάνεια της ωμοπλάτης. Η παθολογία αυτής της διόδου προκαλεί το σύνδρομο πρόσκρουσης, που προκαλεί πόνο και διαταραχή στην κινητικότητα του ώμου.



Τις περισσότερες φορές το μυοτενοντώδες πέταλο προσκρούει σε ένα αγκιστροειδές ακρώμιο, που εμφανίζεται στο 40% των ανθρώπων, σε έναν πεπαχυσμένο κορακοακρωμιακό σύνδεσμο, συνήθως μετατραυματικής αιτίας, σε οστεόφυτα της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης και σε υπακρωμιακή θυλακίτιδα, ιδίως όταν το μείζον όγκωμα πλησιάζει το κορακοακρωμιακό τόξο κατά την κάμψη και έσω στροφή.
Σύνδρομο πρόσκρουσης όμως μπορεί να συμβεί και λόγω μυϊκής αδυναμίας και  απώλειας της φυσιολογικής κατάσπασης της βραχιόνιας κεφαλής εξαιτίας ρήξης του τενόντιου πετάλου ή λόγω ατροφίας των μυών από Α5-6 ριζίτιδα ή βλάβη του υπερπλάτιου νεύρου. 


Η πρόσκρουση και η τενοντίτιδα συνήθως συμβαίνουν μετά από καταπόνηση εξαιτίας επαναλαμβανόμενων κινήσεων πάνω από το επίπεδο του ώμου (overhead). Μπορούν όμως να συμβούν και σε περιπτώσεις γληνοβραχιόνιας αστάθειας και ρήξης του επιχείλιου χόνδρου όπου οι τένοντες επιφορτίζονται δυναμικά τη σταθεροποίηση της άρθρωσης.



Η αντιμετώπιση της τενοντίτιδας συνήθως περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη και αναλγητικά φάρμακα, κρυοθεραπεία, φυσικοθεραπεία, τροποποιήσεις των δραστηριοτήτων και εργονομική συμπεριφορά, εγχύσεις στεροειδών στον υπακρωμιακό θύλακο, ενδοαρθρικές εγχύσεις υαλουρονικού οξέος και εμπλουτισμένων αυτόλογων αιμοπεταλίων (PRP) ενδοτενοντίως.

Η χειρουργική επέμβαση είναι απαραίτητη στις μεγάλες τραυματικές ρήξεις και όταν η τενοντίτιδα επιμένει παρά τη συστηματική συντηρητική αγωγή, ιδίως σε όσους υπάρχει έλλειμμα παθητικής κίνησης, σε ραμφοειδές ακρώμιο, σε ευμέγεθες οστεόφυτο της ακρωμιοκλειδικής και σε ολικού πάχους ρήξεις του τένοντα ή αποκολλήσεις του επιχείλιου χόνδρου.



Κατά την επέμβαση εκτιμάται το εύρος κίνησης και η σταθερότητα, ελέγχονται αρθροσκοπικά τα ανατομικά στοιχεία της άρθρωσης και επιχειρείται αφαίρεση των ασβεστοποιήσεων, νεαροποιούνται οι μερικές ρήξεις του τενόντιου πετάλου, συρράπτονται τα ελλείμματα, αφαιρείται ο υπακρωμιακός ορογόνος θύλακος, καθαρίζονται τα ράκη και τα οστεόφυτα στο κορακοακρωμιακό τόξο και την ακρωμιοκλειδική άρθρωση, γίνεται τενοτομή ή τενοντοδεσία του εκφυλισμένου δικεφαλικού τένοντα κι εκτελείται πρόσθια ακρωμιοπλαστική σε περιπτώσεις στένωσης του στομίου.

Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

ΟΣΦΥΪΚΗ ΔΙΣΚΟΚΗΛΗ



H οσφυϊκή δισκοκήλη συνήθως συμβαίνει σε άτομα 25-45 ετών. 

Το εξωτερικό άκρο του δίσκου, ο ινώδης δακτύλιος, λεπτύνεται και ρήγνυται οπότε ο πηκτοειδής πυρήνας, το εσωτερικό δηλαδή τμήμα του δίσκου, αιφνίδια ή προοδευτικά απλώνεται εντός των ινών του ινώδους δακτυλίου, ο δίσκος χάνει την ελαστικότητά του, ξεχειλώνει και προκαλεί πόνο, είτε γιατί ερεθίζει τα τοπικά νεύρα και προκαλεί οσφυαλγία, είτε γιατί πιέζει τη νωτιαία ρίζα, οπότε τα συμπτώματα επεκτείνονται και στο κάτω άκρο και μπορεί να προκαλούν ισχιαλγία, αλλά και νευρική δυσλειτουργία, όπως μουδιάσματα, καψίματα, μυρμηγκιάσματα, υπαισθησία, μυϊκή αδυναμία και σπάνια ορθοκυστικές διαταραχές.


Η οσφυϊκή δισκοκήλη συνήθως οφείλεται στις καταπονήσεις της καθημερινότητας που προκαλούν εκφυλιστικές αλλοιώσεις που αθροίζονται στο δισκικό υλικό με την πάροδο του χρόνου και πολλές φορές συμβαίνει στη βίαιη -ή αδέξια κάμψη- του κορμού, τις περισσότερες φορές κατά την άρση βάρους.

Οι περισσότερες περιπτώσεις δισκοκήλης αντιμετωπίζονται συντηρητικά, δηλαδή με ολιγοήμερη ανάπαυση, φαρμακευτική αγωγή, φυσικοθεραπεία και κυρίως τροποποίηση δραστηριοτήτων και εργονομική συμπεριφορά.

Η χειρουργική θεραπεία απαιτείται συνήθως στο 10% των περιπτώσεων, σε ασθενείς που απέτυχε η συντηρητική αγωγή ή επιδεινώνεται η νευρολογική εικόνα και πάντοτε στη σπάνια περίπτωση της ιππουριδικής συνδρομής, όπου μια μεγάλη κεντρική κήλη πιέζει τις νευρικές ρίζες και μπορεί να προκαλέσει παράλυση των κάτω άκρων και διαταραχές στον έλεγχο της κύστης και του εντέρου.  

Κατά την επέμβαση ο ασθενής τοποθετείται σε πρηνή θέση, παραμερίζονται οι μύες, αποκαλύπτονται τα σπονδυλικά πέταλα του συγκεκριμένου μεσοσπονδύλιου επιπέδου, ανευρίσκεται ο ωχρός σύνδεσμος, ο οποίος αφαιρείται ώστε να εκτεθεί η μήνιγγα που περιβάλλει τα νωτιαία νεύρα, διευρύνεται το οστικό παράθυρο ώστε να κινητοποιηθεί η νωτιαία ρίζα και ελέγχεται ο υποκείμενος δίσκος.  Στη συνέχεια αφαιρείται ο προπίπτων πηκτοειδής πυρήνας και η ρίζα πλέον ελευθερώνεται.




Στις περισσότερες περιπτώσεις ο πόνος στο πόδι υποχωρεί άμεσα μετεγχειρητικά, το μούδιασμα όμως μπορεί να βελτιωθεί μετά από αρκετούς μήνες. 
Ο ασθενής διανυκτερεύει 1-2 μέρες στο Νοσοκομείο και δεν εργάζεται για τις επόμενες έξι εβδομάδες. Τα ράμματα αφαιρούνται στις 15 ημέρες και μέχρι τότε αποφεύγεται η ορθοστασία, η παρατεταμένη καθιστή θέση και κυρίως οι κάμψεις και οι στροφές. 
Μερικές φορές χρειάζεται φυσικοθεραπεία για την αποκατάσταση της λειτουργικότητας της σπονδυλικής στήλης με ασκήσεις ιδιοδεκτικότητας, ελαστικότητας και μυϊκής ενδυνάμωσης.  


Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ και ΔΙΑΤΡΟΦΗ




Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική σκελετική διαταραχή που έχει ως συνέπεια τη μείωση της αντοχής των οστών έτσι ώστε τα οστά γίνονται πιο εύθραυστα και επιρρεπή σε κατάγματα.

Πρόκειται για μία συχνή πάθηση που μπορεί να προσβάλλει και τα δύο φύλα, όλες τις φυλές και τις ηλικίες, παρότι παρουσιάζεται συνήθως σε μεγάλης ηλικίας γυναίκες της λευκής ή ασιατικής φυλής, η οποία συχνά υποδιαγνώσκεται και υποθεραπεύεται, γιατί δεν παρουσιάζει συμπτώματα μέχρις ότου συμβεί κάποιο κάταγμα.



Η οστεοπόρωση μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής και δευτερογενής, οφείλεται δηλαδή σε κάποιο υποκείμενο νόσημα, ανεπάρκεια ή φάρμακο. 

Η πρωτοπαθής οστεοπόρωση εμφανίζεται με δύο κλινικούς τύπους:
Την οστεοπόρωση τύπου Ι που παρουσιάζεται σε σχετικά νέες γυναίκες στα πρώτα 15 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση, η οποία ονομάζεται και μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και προσβάλλει κυρίως τα σπογγώδη οστά, όπως είναι τα σπονδυλικά σώματα με αποτέλεσμα την εμφάνιση καταγμάτων, ραχιαλγίας και προοδευτικής απώλειας του αναστήματος που συνοδεύεται από παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης.
Την Οστεοπόρωση τύπου ΙΙ που παρουσιάζεται σε άτομα άνω των 70 ετών και των δύο φύλων. Προσβάλλει συνήθως γυναίκες σε αναλογία 3 προς 1, επηρεάζει κυρίως τα φλοιώδη οστά και χαρακτηρίζεται από κατάγματα του περιφερικού σκελετού, συχνότερα του ισχίου.

Οι πιο σπουδαίοι παράγοντες κινδύνου, δηλαδή αυτοί που καθορίζουν τον ατομικό κίνδυνο κάθε ασθενή για κάταγμα είναι:  η προχωρημένη ηλικία, το μικρό σωματικό βάρος, το ιστορικό κατάγματος ισχίου γονέων ή οστεοπόρωσης σε συγγενείς πρώτου βαθμού, η πρώιμη εμμηνόπαυση σε ηλικία μικρότερη των 45 ετών, η καθυστερημένη εμμηναρχή μετά το 15ο έτος, η ατεκνία και η παρατεταμένη γαλουχία στις γυναίκες, η κατάχρηση οινοπνεύματος και καπνίσματος και η συνολική κατάσταση της υγείας όπου συνυπολογίζονται άλλες νοσηρότητες ή φαρμακευτικές παρεμβάσεις, η απώλεια αναστήματος μεγαλύτερη από 4 εκ, η μακρόχρονη ακινητοποίηση καθώς και η συχνότητα των πτώσεων.

Η καλύτερη αντιμετώπιση της οστεόπορωσης είναι η έγκαιρη διάγνωση, δηλαδή πριν αυτή προκαλέσει κατάγματα. Η διάγνωση και ο βαθμός της οστεοπόρωσης γίνεται με τη φυσική εξέταση, το ιστορικό στο οποίο αναζητούνται προδιαθεσικοί παράγοντες και τις εργαστηριακές εξετάσεις. 
                              
Η πιο χρήσιμη και αξιόπιστη μέθοδος για τη μέτρηση της οστικής μάζας είναι η μέτρηση της απορρόφησης διπλοενεργειακών φωτονίων (DEXA) και γίνεται για τη διάγνωση αλλά και την παρακολούθηση της θεραπείας.
Σε μέτρηση οστικής μάζας πρέπει να υποβάλλονται όλες οι γυναίκες άνω των 65 ετών και όλοι οι άντρες άνω των 70 ετών. 
Αλλά και όσοι είναι 50–69 ετών και έχουν κάποιο παράγοντα κινδύνου από τους προαναφερόμενους, όσοι έχουν υποστεί κάταγμα μετά από ελαφρύ τραυματισμό, όσοι παίρνουν ή προβλέπεται να πάρουν κορτιζόνη για χρονικό διάστημα άνω των 3 μηνών και όσοι παρουσιάζουν ακτινολογική παραμόρφωση των σπονδύλων.
                                       
Οι εξετάσεις αίματος συνήθως είναι φυσιολογικές στην ιδιοπαθή οστεοπόρωση, αλλά είναι χρήσιμες για τον αποκλεισμό αιτίων δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης, όπως αιματολογικά νοσήματα, θυρεοειδοπάθεια, ορμονική ανεπάρκεια και άλλες ενδοκρινικές παθήσεις, διαταραχές της ομοιοστασίας του ασβεστίου, ανεπάρκεια της βιταμίνης D, σύνδρομα δυσαπορρόφησης, ρευματικά νοσήματα και άλλα σπανιότερα αίτια. Με τους ειδικούς βιοχημικούς δείκτες μεταβολισμού των οστών μπορούμε να υπολογίσουμε το ρυθμό απώλειας ή παραγωγής οστικής μάζας και να αξιολογήσουμε την ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή ακόμα και μετά από 3 με 6 μήνες.

Πρόληψη-θεραπεία
Η επαρκής πρόληψη ασβεστίου με την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, η αποφυγή κατάχρησης αναψυκτικών τύπου κόλα, αλκοόλ και καπνίσματος και η σωματική άσκηση συνήθως αρκούν ως πρωτογενής πρόληψη κατά τη νεαρά ηλικία.
Όμως με την πάροδο της ηλικίας και στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν για να εμποδίσουν  την οστική απώλεια. 

Η φαρμακευτική θεραπεία της οστεοπόρωσης δεν μπορεί να πετύχει πλήρη αναπλήρωση της οστικής μάζας που έχει χαθεί στην προχωρημένη οστεοπόρωση, ούτε να αναιρέσει όλες τις σοβαρές συνέπειες των οστεοπορωτικών καταγμάτων που έχουν συμβεί, μπορεί ωστόσο να μειώσει τον καταγματικό κίνδυνο. 



Η αντιμετώπιση των οστεοπορωτικών καταγμάτων, ιδίως με τις σύγχρονες μεθόδους στη χειρουργική των καταγμάτων του ισχίου και του υπόλοιπου περιφερικού σκελετού αλλά και την κυφοπλαστική των συμπιεστικών σπονδυλικών καταγμάτων βελτιώνουν άμεσα την ποιότητα της ζωής του ασθενή.

Διατροφή
Όσον αφορά τις διατροφικές συνήθειες για τη βελτίωση της αντοχής των οστών και τη μείωση του καταγματικού κινδύνου προτείνεται:
1. Η λήψη ασβέστιου με τη δίαιτα, δηλαδή με το γάλα, τα ζυμωμένα γαλακτοκομικά, τους ξηρούς καρπούς και τα αυγά, παρά μέσω συμπληρωμάτων.
 2. Η διασφάλιση πρόσληψης ζωϊκών πρωτεϊνών σε συνδυασμό με την πρόσληψη 1000 mg ασβεστίου ημερησίως.
3. Η διατήρηση της βιταμίνης D σε φυσιολογικά επίπεδα με προσεκτική έκθεση στον ήλιο, τρώγοντας σαρδέλες, σολομό, σκουμπρί, τόνο, αυγά, μανιτάρια και με συμπληρώματα διατροφής.
4. Η αλκαλοποίηση μέσω αυξημένης κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών.
5. Η αύξηση της κατανάλωσης Καλίου και μείωσης του Νατρίου, τρώγοντας ντομάτες, πατάτες, πατζάρια, φασόλια, δαμάσκηνα, μπανάνες και λιγότερο μαγειρικό αλάτι.
6. Η λήψη τροφών πλούσιων σε βιταμίνες Κ1 και Κ2, όπως τα φυλλώδη λαχανικά, πχ σπανάκι και σπαράγγι, λάχανο, κουνουπίδι, μπρόκολο και φρούτα όπως το ροδάκινο, το σταφύλι και το ακτινίδιο.
7. Η πρόσληψη τροφών πλούσιων σε Μαγνήσιο, όπως λαχανικά, μπανάνες, ξηροί καρποί, κακάο, ελαιόλαδο και δημητριακά ολικής άλεσης ή μέσω συμπληρωμάτων διατροφής.
8. τον εμπλουτισμό της διατροφής με οστά αυτά καθεαυτά, ως πηγή πλούσια σε κρυστάλλους υδροξυαπατίτη και άλλα θρεπτικά συστατικά που απαιτούνται για την κατασκευή των οστών.



 Προλαμβάνειν παρά θεραπεύειν λοιπόν!

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

ΠΕΛΜΑΤΙΑΙΑ ΑΠΟΝΕΥΡΩΣΙΤΙΔΑ - ΑΚΑΝΘΑ ΠΤΕΡΝΑΣ



Η άκανθα πτέρνας και η πελματιαία απονευρωσίτιδα είναι δυο παθήσεις που αρχίζουν συνήθως το καλοκαίρι που περπατάμε πιο συχνά ξυπόλητοι, φοράμε «θερινά» ευκολοφόρετα ή περίτεχνα, μα ακατάλληλα (ασταθή, επίπεδα ή λεπτόσολα) υποδήματα, που καταπονούν το πόδι ιδίως όταν φοριούνται σε σκληρές ή ανώμαλες επιφάνειες.


Η πελματιαία απονευρωσίτιδα είναι πιο συχνή σε άτομα με επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως τους υπέρβαρους ή όσους έχουν πόδια με επίπεδη ποδική καμάρα,  που ασκούν παρατεταμένη ή αυξημένη φόρτιση στην πελματιαία απονεύρωση.

Η υπερβολική διάταση της απονεύρωσης οδηγεί σε μικροκακώσεις σε όλη της την έκτασή της ή πιο συχνά στο σημείο της πρόσφυσής της στο έσω φύμα της πτέρνας, οι οποίες εάν επαναλαμβάνονται, μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνια εκφύλιση των ινών της.


Η πελματιαία απονευρωσίτιδα πολλές φορές συνοδεύεται από άκανθα της πτέρνας, την χαρακτηριστική προσεκβολή στην έκφυση του βραχύ καμπτήρα των δακτύλων,  ενός μυός που αλληλεπιδρά με την απονεύρωση ιδίως κατά την έντονη βάδιση, το ανέβασμα σκάλας ή το τρέξιμο κι έχει σπουδαίο ρόλο στην ώθηση του ποδιού στη φάση που εγκαταλείπει το έδαφος.

Η πάθηση προκαλεί ένα συνεχή υπόκωφο πόνο κάτω από τη φτέρνα ιδίως μετά από πολύωρη αρθροστασία ή βάδιση με χαρακτηριστικό τον έντονο πόνο που παρουσιάζεται κατά τα πρώτα πρωϊνά βήματα ή μετά από περιόδους ακινησίας.

Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την αρθρίτιδα ποδοκνημικής ή των αρθρώσεων του ταρσού και τις νευρίτιδες από παγιδευτικά σύνδρομα (έσω πτερνικού κλάδου του οπίσθιου κνημιαίου νεύρου, απαγωγού νεύρου του μικρού δακτύλου και σύνδρομο ταρσιαίου σωλήνα).

Η θεραπεία περιλαμβάνει  ανάπαυση, παγομαλάξεις,  αναλγητικά, διατάσεις, πέλματα έσω υποδήματος, φυσικοθεραπεία, νυχτερινούς νάρθηκες και κυρίως τροποποίηση των δραστηριοτήτων.
Οι τοπικές ενέσεις κορτιζόνης και αυτόλογων αιμοπεταλίων, το εξωσωματικό κρουστικό υπέρηχο ή η χειρουργική διατομή της πελματιαίας απονεύρωσης είναι αποτελεσματικά  στις επίμονες περιπτώσεις.