Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

ΟΣΤΕΟΠΟΡΩΣΗ και ΔΙΑΤΡΟΦΗ




Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική σκελετική διαταραχή που έχει ως συνέπεια τη μείωση της αντοχής των οστών έτσι ώστε τα οστά γίνονται πιο εύθραυστα και επιρρεπή σε κατάγματα.

Πρόκειται για μία συχνή πάθηση που μπορεί να προσβάλλει και τα δύο φύλα, όλες τις φυλές και τις ηλικίες, παρότι παρουσιάζεται συνήθως σε μεγάλης ηλικίας γυναίκες της λευκής ή ασιατικής φυλής, η οποία συχνά υποδιαγνώσκεται και υποθεραπεύεται, γιατί δεν παρουσιάζει συμπτώματα μέχρις ότου συμβεί κάποιο κάταγμα.



Η οστεοπόρωση μπορεί να είναι πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής και δευτερογενής, οφείλεται δηλαδή σε κάποιο υποκείμενο νόσημα, ανεπάρκεια ή φάρμακο. 

Η πρωτοπαθής οστεοπόρωση εμφανίζεται με δύο κλινικούς τύπους:
Την οστεοπόρωση τύπου Ι που παρουσιάζεται σε σχετικά νέες γυναίκες στα πρώτα 15 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση, η οποία ονομάζεται και μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και προσβάλλει κυρίως τα σπογγώδη οστά, όπως είναι τα σπονδυλικά σώματα με αποτέλεσμα την εμφάνιση καταγμάτων, ραχιαλγίας και προοδευτικής απώλειας του αναστήματος που συνοδεύεται από παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης.
Την Οστεοπόρωση τύπου ΙΙ που παρουσιάζεται σε άτομα άνω των 70 ετών και των δύο φύλων. Προσβάλλει συνήθως γυναίκες σε αναλογία 3 προς 1, επηρεάζει κυρίως τα φλοιώδη οστά και χαρακτηρίζεται από κατάγματα του περιφερικού σκελετού, συχνότερα του ισχίου.

Οι πιο σπουδαίοι παράγοντες κινδύνου, δηλαδή αυτοί που καθορίζουν τον ατομικό κίνδυνο κάθε ασθενή για κάταγμα είναι:  η προχωρημένη ηλικία, το μικρό σωματικό βάρος, το ιστορικό κατάγματος ισχίου γονέων ή οστεοπόρωσης σε συγγενείς πρώτου βαθμού, η πρώιμη εμμηνόπαυση σε ηλικία μικρότερη των 45 ετών, η καθυστερημένη εμμηναρχή μετά το 15ο έτος, η ατεκνία και η παρατεταμένη γαλουχία στις γυναίκες, η κατάχρηση οινοπνεύματος και καπνίσματος και η συνολική κατάσταση της υγείας όπου συνυπολογίζονται άλλες νοσηρότητες ή φαρμακευτικές παρεμβάσεις, η απώλεια αναστήματος μεγαλύτερη από 4 εκ, η μακρόχρονη ακινητοποίηση καθώς και η συχνότητα των πτώσεων.

Η καλύτερη αντιμετώπιση της οστεόπορωσης είναι η έγκαιρη διάγνωση, δηλαδή πριν αυτή προκαλέσει κατάγματα. Η διάγνωση και ο βαθμός της οστεοπόρωσης γίνεται με τη φυσική εξέταση, το ιστορικό στο οποίο αναζητούνται προδιαθεσικοί παράγοντες και τις εργαστηριακές εξετάσεις. 
                              
Η πιο χρήσιμη και αξιόπιστη μέθοδος για τη μέτρηση της οστικής μάζας είναι η μέτρηση της απορρόφησης διπλοενεργειακών φωτονίων (DEXA) και γίνεται για τη διάγνωση αλλά και την παρακολούθηση της θεραπείας.
Σε μέτρηση οστικής μάζας πρέπει να υποβάλλονται όλες οι γυναίκες άνω των 65 ετών και όλοι οι άντρες άνω των 70 ετών. 
Αλλά και όσοι είναι 50–69 ετών και έχουν κάποιο παράγοντα κινδύνου από τους προαναφερόμενους, όσοι έχουν υποστεί κάταγμα μετά από ελαφρύ τραυματισμό, όσοι παίρνουν ή προβλέπεται να πάρουν κορτιζόνη για χρονικό διάστημα άνω των 3 μηνών και όσοι παρουσιάζουν ακτινολογική παραμόρφωση των σπονδύλων.
                                       
Οι εξετάσεις αίματος συνήθως είναι φυσιολογικές στην ιδιοπαθή οστεοπόρωση, αλλά είναι χρήσιμες για τον αποκλεισμό αιτίων δευτεροπαθούς οστεοπόρωσης, όπως αιματολογικά νοσήματα, θυρεοειδοπάθεια, ορμονική ανεπάρκεια και άλλες ενδοκρινικές παθήσεις, διαταραχές της ομοιοστασίας του ασβεστίου, ανεπάρκεια της βιταμίνης D, σύνδρομα δυσαπορρόφησης, ρευματικά νοσήματα και άλλα σπανιότερα αίτια. Με τους ειδικούς βιοχημικούς δείκτες μεταβολισμού των οστών μπορούμε να υπολογίσουμε το ρυθμό απώλειας ή παραγωγής οστικής μάζας και να αξιολογήσουμε την ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή ακόμα και μετά από 3 με 6 μήνες.

Πρόληψη-θεραπεία
Η επαρκής πρόληψη ασβεστίου με την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, η αποφυγή κατάχρησης αναψυκτικών τύπου κόλα, αλκοόλ και καπνίσματος και η σωματική άσκηση συνήθως αρκούν ως πρωτογενής πρόληψη κατά τη νεαρά ηλικία.
Όμως με την πάροδο της ηλικίας και στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση τα μέτρα αυτά δεν επαρκούν για να εμποδίσουν  την οστική απώλεια. 

Η φαρμακευτική θεραπεία της οστεοπόρωσης δεν μπορεί να πετύχει πλήρη αναπλήρωση της οστικής μάζας που έχει χαθεί στην προχωρημένη οστεοπόρωση, ούτε να αναιρέσει όλες τις σοβαρές συνέπειες των οστεοπορωτικών καταγμάτων που έχουν συμβεί, μπορεί ωστόσο να μειώσει τον καταγματικό κίνδυνο. 



Η αντιμετώπιση των οστεοπορωτικών καταγμάτων, ιδίως με τις σύγχρονες μεθόδους στη χειρουργική των καταγμάτων του ισχίου και του υπόλοιπου περιφερικού σκελετού αλλά και την κυφοπλαστική των συμπιεστικών σπονδυλικών καταγμάτων βελτιώνουν άμεσα την ποιότητα της ζωής του ασθενή.

Διατροφή
Όσον αφορά τις διατροφικές συνήθειες για τη βελτίωση της αντοχής των οστών και τη μείωση του καταγματικού κινδύνου προτείνεται:
1. Η λήψη ασβέστιου με τη δίαιτα, δηλαδή με το γάλα, τα ζυμωμένα γαλακτοκομικά, τους ξηρούς καρπούς και τα αυγά, παρά μέσω συμπληρωμάτων.
 2. Η διασφάλιση πρόσληψης ζωϊκών πρωτεϊνών σε συνδυασμό με την πρόσληψη 1000 mg ασβεστίου ημερησίως.
3. Η διατήρηση της βιταμίνης D σε φυσιολογικά επίπεδα με προσεκτική έκθεση στον ήλιο, τρώγοντας σαρδέλες, σολομό, σκουμπρί, τόνο, αυγά, μανιτάρια και με συμπληρώματα διατροφής.
4. Η αλκαλοποίηση μέσω αυξημένης κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών.
5. Η αύξηση της κατανάλωσης Καλίου και μείωσης του Νατρίου, τρώγοντας ντομάτες, πατάτες, πατζάρια, φασόλια, δαμάσκηνα, μπανάνες και λιγότερο μαγειρικό αλάτι.
6. Η λήψη τροφών πλούσιων σε βιταμίνες Κ1 και Κ2, όπως τα φυλλώδη λαχανικά, πχ σπανάκι και σπαράγγι, λάχανο, κουνουπίδι, μπρόκολο και φρούτα όπως το ροδάκινο, το σταφύλι και το ακτινίδιο.
7. Η πρόσληψη τροφών πλούσιων σε Μαγνήσιο, όπως λαχανικά, μπανάνες, ξηροί καρποί, κακάο, ελαιόλαδο και δημητριακά ολικής άλεσης ή μέσω συμπληρωμάτων διατροφής.
8. τον εμπλουτισμό της διατροφής με οστά αυτά καθεαυτά, ως πηγή πλούσια σε κρυστάλλους υδροξυαπατίτη και άλλα θρεπτικά συστατικά που απαιτούνται για την κατασκευή των οστών.



 Προλαμβάνειν παρά θεραπεύειν λοιπόν!