Κυριακή 13 Ιουλίου 2025

 ΚΥΦΩΣΗ

 



 Η ανθρώπινη σπονδυλική στήλη αποτελείται από 7 αυχενικούς, 12 θωρακικούς, 5 οσφυϊκούς, πέντε ενωμένους ιερούς, δηλαδή το ιερό οστούν, και 3 - 5 κοκκυγικούς σπονδύλους, δηλαδή τον κόκκυγα. Στη φυσιολογική ανθρώπινη σπονδυλική στήλη (ΣΣ), υπάρχουν φυσιολογικά κυρτώματα. Δηλαδή υπάρχει κάποιου βαθμού κύφωση στη θωρακική μοίρα της σπονδυλικής στήλης (ΘΜΣΣ) και κάποιου βαθμού λόρδωση στην αυχενική (ΑΜΣΣ) και οσφυϊκή μοίρα (ΟΜΣΣ) (DOI:10.1007/s001320170003).

 


 

Η κύφωση ορίζεται ως η αύξηση της πρόσθιας καμπυλότητας της ΣΣ που παρατηρείται κατά μήκος του οβελιαίου επιπέδου (profile), ενώ η λόρδωση είναι μια αύξηση της οπίσθιας καμπυλότητας. Αντίθετα η σκολίωση, αφορά την παθολογική καμπυλότητα της ΣΣ στο μετωπιαίο επίπεδο (face).  Όταν η πρόσθια καμπυλότητα γίνεται υπερβολική, αυτό ονομάζεται υπερκύφωση, γνωστή και ως καμπούρα (Dowager's Hump), ή πιο απλά κύφωση. 

 

 


Οι τρεις κύριοι ΤΥΠΟΙ ΚΥΦΩΣΗΣ συνήθως είναι η λειτουργική κύφωση που προκαλείται λόγω κακής στάσης του σώματος, η νόσος Scheuermann και οι συγγενείς παραμορφώσεις.  

 


Στη ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΥΦΩΣΗ, η πλάτη και οι ώμοι είναι αποστρογγυλεμένοι και κυρίως το πρόβλημα είναι κοσμητικό. Η κύφωση αυτή οφείλεται στην κακή στάση και συνήθως αρχίζει να εμφανίζεται στους εφήβους, με τις γυναίκες να προσβάλλονται συχνότερα. Η κύφωση αυτή αυξάνει την προς τα εμπρός καμπυλότητα, η οποία, με τη σειρά της, τεντώνει τους εκτείνοντες μύες και τους οπίσθιους συνδέσμους της ΣΣ, αποδυναμώνοντάς τους με τον καιρό. Πρόκειται κυρίως για παραμόρφωση της όρθιας στάσης, έχει συνήθως φυσιολογικές σπονδυλικές δομές και τις περισσότερες φορές καλοήθη πορεία. Η ράχη είναι εύκαμπτη και δύναται να διορθωθεί.  Συνήθως υπάρχει κληρονομούμενη σωματοδομή από τους γονείς (DOI: 10.1016/j.jcm.2017.03.004).

Η φυσική ιστορία της κύφωσης των ενηλίκων δεν είναι ακριβώς γνωστή. Ωστόσο, παρατηρείται αυξημένη καμπυλότητα στη ΘΜΣΣ ξεκινώντας από την ηλικία των 40 ετών, με τις γυναίκες να έχουν πιο γρήγορο ρυθμό εξέλιξης (DOI: 10.1016/j.jmpt.2018.11.012).

Σε άτομα προχωρημένης ηλικίας, η μειωμένη μυϊκή δύναμη μπορεί να συμβάλλει στην κακή στάση του σώματος, η οποία μπορεί με την πάροδο του χρόνου να αυξήσει τα πρόσθια συμπιεστικά φορτία κατά τις καθημερινές δραστηριότητες στη θωρακοοσφυϊκή περιοχή, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα να προκληθεί ένα πρόσθιο σπονδυλικό κάταγμα μικρής βίας συνήθως σε ηλικιωμένους ή οστεοπορωτικούς ασθενείς, ιδίως στις γυναίκες, που ουσιαστικά παραμορφώνει τον σπόνδυλο σαν σφήνα προκαλώντας μορφολογικά ή κλινικά οστεοπορωτικά συμπιεστικά κατάγματα, τα οποία προδιαθέτουν σε περαιτέρω κατάγματα λόγω των αξονικών φορτίσεων που αυξάνουν στο πρόσθιο τμήμα των σπονδύλων (DOI: 10.14245/ns.2142340.170).

Σε μια διαχρονική μελέτη που περιελάμβανε 100 υγιείς συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένων τόσο ανδρών όσο και γυναικών ηλικίας τουλάχιστον 50 ετών, η μέση θωρακική κυφωτική γωνία παρατηρήθηκε να αυξάνει περίπου 3 μοίρες ανά δεκαετία (DOI: 10.1007/s40520-016-0617-3). 

 

Η ΝΟΣΟΣ SCHEUERMANN, επίσης γνωστή ως νεανική κύφωση, είναι μια δομική παραμόρφωση της θωρακικής ή θωρακοοσφυϊκής μοίρας της ΣΣ που εμφανίζεται συνήθως πριν από την εφηβεία και περιλαμβάνει τόσο τα σπονδυλικά σώματα όσο και τους δίσκους της ΣΣ (DOI: 10.1007/s12178-023-09861-z).

 


 

Η ακριβής αιτία της νόσου είναι άγνωστη. Θεωρείται ότι παίζει ρόλο η κληρονομικότητα και έχει ενοχοποιηθεί η οστεοχονδρίτιδα των άνω και κάτω χόνδρινων σπονδυλικών πλακών που προκαλείται στη φάση της ανάπτυξης και θεωρείται ότι οφείλεται σε διαταραχή της ενδοχόνδριας οστεοποίησης, ασύμφωνης επιμετάλλωσης και οστεοποίησης της τελικής σπονδυλικής πλάκας η οποία εντέλει προκαλεί ένα σπονδυλικό σώμα που το πρόσθιο τμήμα του είναι μικρότερο από το οπίσθιο και ο σπόνδυλος παίρνει το σχήμα σφήνας. 

Χαρακτηρίζεται από πρόσθια συμπίεση μεγαλύτερη ή ίση με 5 μοίρες σε 3 ή περισσότερα παρακείμενα σπονδυλικά σώματα. Η νόσος Scheuermann τύπου 1 αφορά τη ΘΜΣΣ, ενώ ο τύπος 2 αφορά τόσο τη ΘΜΣΣ όσο και την ΟΜΣΣ. 

Επίσης μπορεί να παρατηρηθούν κήλες μεσοσπονδύλιου δίσκου εντός του σπονδύλου (DOI: 10.3389/fbioe.2023.1192647).

 



 Μια ασυνήθιστη αιτία κύφωσης είναι η ΣΥΓΓΕΝΗΣ, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρή, ταχέως εξελισσόμενη και να σχετιστεί συχνότερα με νευρολογικές επιπλοκές (DOI: 10.1177/2309499019898845). 

Υπάρχουν δύο τύποι συγγενούς κύφωσης. Ο τύπος 1: αστοχία σχηματισμού και ο τύπος 2: αποτυχία κατάτμησης. Σε περίπτωση αποτυχίας σχηματισμού, ένα ή περισσότερα σπονδυλικά σώματα δεν θα αναπτυχθούν, με αποτέλεσμα μια κύφωση που θα επιδεινωθεί καθώς το παιδί μεγαλώνει. Στην αποτυχία τμηματοποίησης, δύο ή περισσότερα σπονδυλικά σώματα δεν θα διαχωριστούν. Αυτός ο τύπος παραμόρφωσης συνήθως διαγιγνώσκεται αφού το παιδί αρχίσει να περπατάει. Εκτός από τη φυματίωση, η συγγενής κύφωση είναι η πιο συχνή αιτία συμπίεσης του νωτιαίου μυελού από παραμορφώσεις της ΣΣ.

 


 

Εκτός από τις τρεις αιτίες που προαναφέρθηκαν, κύφωση μπορεί να συμβεί λόγω καταγμάτων, οστεοπόρωσης, ολίσθησης του δίσκου, λοιμώξεων και νεοπλασμάτων.

 

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ η κύφωση αυξάνεται γενικά με την ηλικία, ιδιαίτερα μετά την ηλικία των 40 ετών, και ο επιπολασμός είναι περίπου 20% έως 40% σε ενήλικες 60 ετών και άνω. Αν και γυναίκες και άνδρες επηρεάζονται το ίδιο, στις γυναίκες το κύρτωμα επιδεινώνεται συχνότερα, ειδικά κατά την εμμηνόπαυση.

Η σχετιζόμενη με την ηλικία κύφωση συνήθως συμβαίνει εξαιτίας οστεοπόρωσης και καταγμάτων, αν και κατά την ακτινολογική εξέταση, σπονδυλικά κατάγματα παρατηρούνται μόνο στο ένα τρίτο των ατόμων με σοβαρή κύφωση (DOI: 10.14245/ns.2142340.170).

 


 

Στη νόσο του Scheuermann, ο επιπολασμός είναι περίπου 0,4% έως 8%, με τα αγόρια να έχουν διπλάσιες πιθανότητες. Οι περισσότερες περιπτώσεις διαγιγνώσκονται στις ηλικίες 13 έως 16 ετών και σπάνια κάτω των 10 ετών.

 

ΚΛΙΝΙΚΑ, εκτός της παραμόρφωσης, οι ασθενείς συνήθως εμφανίζουν ραχιαλγία, κόπωση, πόνο που επιδεινώνεται με την κίνηση και κλίση της κεφαλής μπροστά κι επάνω. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, οι ασθενείς μπορεί να έχουν πόνο στο στήθος, δύσπνοια, διαταραχές πεπτικού μέχρι και νευρολογικές διαταραχές όπως αδυναμία, απώλεια αίσθησης και ακράτεια εντέρου - κύστης. (DOI: 10.1590/S1808-185120212001227533).

Η ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ περιλαμβάνει την επισκόπηση, την ψηλάφηση και το εύρος κίνησης. Σε ήπιες περιπτώσεις, η «καμπούρα» μπορεί να μην είναι εμφανής. Κατά την ψηλάφηση, οι παρασπονδυλικοί μύες είναι συνήθως ευαίσθητοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σφιχτοί οπίσθιοι μηριαίοι (hamstrings) συνδέονται με τη νόσο Scheuermann, καθώς θεωρούνται «οσφυϊκοί αντισταθμιστές», αν και μπορεί να προκαλέσουν υπεραντιστάθμιση, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο ανισορροπίας. Για το εύρος κίνησης της θωρακοοσφυϊκής μοίρας της ΣΣ, οι φυσιολογικές τιμές είναι 90 μοίρες κάμψη και 30 μοίρες έκταση, πλάγια κάμψη και στροφή. Στην κύφωση υπάρχει δυσκαμψία και απώλεια εύρους κίνησης. Ένα διακριτικό χαρακτηριστικό που θα διαχωρίσει την λειτουργική από μια δομική κύφωση όπως η νόσος Scheuermann είναι η εύκαμπτη καμπύλη κατά την οποία η ΣΣ ισιώνει όταν ο ασθενής ξαπλώνει ανάσκελα (DOI: 10.1097/01.BRS.0000085097.63326.95).

Αν και συνήθως δεν υπάρχουν νευρολογικά ευρήματα στις περισσότερες περιπτώσεις, η πιο σοβαρή κύφωση μπορεί να εμφανιστεί με διαταραχές της αισθητικότητας και μυϊκή αδυναμία στα κάτω άκρα, ακράτεια εντέρου και κύστης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο αποκλεισμός συμπίεσης των νευρικών στοιχείων είναι απαραίτητος (DOI: 10.3389/fendo.2020.00005).

Στους ενήλικες με κύφωση, ο πόνος που επιμένει ή γίνεται πιο έντονος και μάλιστα στην ηρεμία χρειάζεται διερεύνηση μήπως έχει συμβεί κάποιο παθολογικό κάταγμα λόγω οστεοπόρωσης, πολλαπλού μυελώματος ή δευτεροπαθών οστικών εντοπίσεων.

 

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ένας μικρός βαθμός κύφωσης είναι φυσιολογικός, δεδομένης της δομής και του σχήματος των σπονδυλικών σωμάτων και του δίσκου. Ωστόσο, όταν η γωνία της κύφωσης είναι μεγαλύτερη από 40 μοίρες, τότε χρειάζεται περαιτέρω αξιολόγηση (DOI: 10.2519/jospt.2010.3099).

 

ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΑ, συνήθως η πλάγια ακτινογραφία της ΣΣ είναι κατατοπιστική. Αξίζει να σημειωθεί ότι στους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας μπορεί να εκτελεστεί σε ύπτια θέση εάν δυσκολεύονται στην όρθια. Ως κύφωση χαρακτηρίζεται όταν η γωνία του Cobb είναι μεγαλύτερη των 40 μοιρών. 

Η γωνία αυτή σχηματίζεται από την ευθεία γραμμή της άνω τελικής πλάκας του σπονδύλου που σχηματίζει την αρχή της καμπύλης και της κάτω τελικής πλάκας του σπονδύλου που σχηματίζει το άκρο της καμπύλης. Οι τεμνόμενες κάθετες αυτών των γραμμών μετράτε ως η γωνία του Cobb. 

 


                                                                                                Γωνία Cobb

 

Ωστόσο για να χαρακτηριστεί η κύφωση ως νόσος Scheuermann, εκτός από τη γωνία του Cobb που πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 40 μοίρες, χρειάζονται επίσης 3 ή περισσότερα από τα παρακείμενα σπονδυλικά σώματα να έχουν μια πρόσθια σφήνα 5 μοιρών ή περισσότερο. Για να μετρηθεί η γωνία σφήνας της ακτινογραφίας, λαμβάνονται οι γραμμές της άνω και κάτω τελικής πλάκας του σπονδυλικού σώματος (DOI: 10.1097/BRS.0b013e31829ee8b7).

 




 Υπάρχουν, ωστόσο, αποδεκτές εναλλακτικές λύσεις για την εκτίμηση της κύφωσης εάν δεν είναι δυνατή η λήψη ακτινογραφιών. Το κυφόμετρο Debrunner και ο χάρακας ευκαμψίας. Το κυφόμετρο είναι μια συσκευή μοιρογνωμόνιου όπου οι δύο βραχίονες τοποθετούνται στο πάνω και στο κάτω μέρος της καμπύλης της θωρακικής περιοχής. Στη συνέχεια, η γωνία διαβάζεται στο μοιρογνωμόνιο. Στην ίδια λογική, ο χάρακας flexicurve, τοποθετείται στον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο και την οσφυοϊερά περιοχή. Στη συνέχεια, ένας δείκτης κύφωσης υπολογίζεται χρησιμοποιώντας το πλάτος της θωρακικής καμπύλης διαιρεμένο με το μήκος της θωρακικής καμπύλης πολλαπλασιασμένο επί 100. Κύφωση θεωρείται όταν ο δείκτης υπερβαίνει το 13 (DOI: 10.1007/s40520-016-0617-3).

 


 

 

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ είναι συνήθως συντηρητική, εκτός εάν δεν βελτιώνονται τα συμπτώματα ή είναι σημαντική η κύφωση (DOI: 10.21037/tp.2017.06.01).

Η συντηρητική αντιμετώπιση περιλαμβάνει παρακολούθηση, φυσικοθεραπεία και χρήση αναλγητικών. Οι ενδείξεις για συντηρητική αντιμετώπιση αφορά τους ασθενείς με κύφωση μικρότερη των 60 μοιρών. Η παρακολούθηση αφορά τακτικές επισκέψεις για την αξιολόγηση της εξέλιξης της καμπύλης. Η φυσικοθεραπεία περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση ραχιαίων και κοιλιακών, διατάσεις των οπίσθιων μηριαίων, επανεκπαίδευση στάσης και αναλγητικά φυσικά μέσα.

 


 

Ο έλεγχος της οστεοπόρωσης και οι ασκήσεις που διατηρούν καλή φυσική κατάσταση είναι χρήσιμα για την καθυστέρηση της επιδείνωσης στην κύφωση των ενηλίκων. 

 


 

Οι κηδεμόνες χρειάζονται στους εφήβους που έχουν κύφωση μεγαλύτερη από 50 μοίρες. Ευελπιστώντας ότι όσο το άτομο είναι σε ηλικία ανάπτυξης ο νάρθηκας θα μειώσει τις πιέσεις επιτρέποντας στον σπόνδυλο να αναπτυχθεί πιο ομαλά. Έχει αναφερθεί ότι οι έφηβοι με κύφωση μεταξύ 55 και 80 μοιρών θα έχουν επιτυχές αποτέλεσμα εάν εφαρμοστεί πριν από την σκελετική ωριμότητα (DOI: 10.1186/1748-7161-4-22). Ωστόσο, για τους σκελετικά ώριμους ασθενείς, ο νάρθηκας δεν θα διορθώσει την ίδια την καμπυλότητα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποστήριξη και ανακούφιση από τον πόνο. Ο πιο κοινός νάρθηκας που χρησιμοποιείται είναι ο νάρθηκας Milwaukee που φοριέται για 16 έως 24 ώρες την ημέρα (DOI: 10.4103/jcvjs.JCVJS_38_16). Ο νάρθηκας Milwaukee είναι μια ορθωτική κατασκευή της ΣΣ που αναπτύχθηκε αρχικά από τους Walter Blount και Albert Schmitt στο Milwaukee των ΗΠΑ στη φιλοσοφία του οποίου βασίστηκαν οι νεότεροι πιο κομψοί κηδεμόνες, οι οποίοι δεν στηρίζονται στο πηγούνι, αλλά στους ώμους. 

 

                      


 

Σε χειρουργική επέμβαση υποβάλλονται οι ασθενείς με πόνο που δεν βελτιώνεται με τη συντηρητική θεραπεία, με κύφωση μεγαλύτερη των 75 μοιρών ή όταν η καμπύλη επιδεινώνεται ταχέως και εάν υπάρχουν καρδιοπνευμονικές διαταραχές ή νευρολογικά ελλείμματα (DOI: 10.1530/EOR-22-0063 & DOI: 10.3390/jcm14124276).

 

Στην κύφωση που σχετίζεται με συμπιεστικά παθολογικά κατάγματα, οστεοπορωτικά ή λόγω κακοήθειας, εξετάζεται η κυφοπλαστική και η σπονδυλοπλαστική, ιδίως όταν ο πόνος είναι έντονος. Στη Scheuermann η σπονδυλοδεσία είναι επιλογή για τις δύσκολες περιπτώσεις (DOI: 10.3171/2019.8.SPINE19500 & DOI: 10.1007/s12178-023-09861-z). Στη συγγενή κύφωση συχνά απαιτείται επέμβαση λόγω της προοδευτικής φύσης της νόσου (DOI:10.1097/BRS.0b013e3181ab6307). 

 


 

 


Στην κύφωση που σχετίζεται με την ηλικία, είναι σημαντικό οι ασθενείς να αποφεύγουν τις κινήσεις κάμψης, καθώς μπορεί να προκαλέσουν κατάγματα, ιδίως όταν η οστική αντοχή είναι μειωμένη. Η εκπαίδευση του ασθενούς από τους φυσικοθεραπευτές παίζει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της κύφωσης εάν η κατάσταση οδηγεί σε λειτουργικούς περιορισμούς. Τα άτομα πρέπει να φροντίζουν για τη σωστή στάση του σώματος και την άσκηση καθώς η καλή κατάσταση των μυών της ΣΣ παίζει σπουδαίο ρόλο στη σταθερότητα του κορμού, αλλά και τη μείωση του πόνου.

 

 

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Σύνδρομο Πρόσκρουσης, το συνηθέστερο αίτιο πόνου στον ώμο.               




 

Το Σύνδρομο Πρόσκρουσης του ώμου, προκύπτει από την προστριβή και την υποβάθμιση των ανατομικών δομών εντός του υπακρωμιακού χώρου και προκαλεί συμπτώματα που προκύπτουν από την πίεση του μυοτενόντιου στροφικού πετάλου μεταξύ κεφαλής βραχιονίου και κορακοακρωμιακού τόξου. Από το 1852 που πρώτη φορά περιγράφηκε, θεωρείται η πιο συνήθης αιτία ωμαλγίας, αντιπροσωπεύοντας το 44% - 65% όλων των περιπτώσεων πόνου στον ώμο (doi: 10.2147/ORR.S157864).

 



 

ΑΝΑΤΟΜΙΚΑ ο υπακρωμιακός χώρος ορίζεται από το ακρώμιο, τον κορακοακρωμιακό σύνδεσμο και την ακρωμιοκλειδική άρθρωση επάνω και το μείζον όγκωμα και την κεφαλή του βραχιονίου κάτω και έχει συνήθως πλάτος 1 - 1,5 εκατοστά. Ο χώρος αυτός εμπεριέχει τον υπακρωμιακό ορογόνο θύλακο (bursa), τους τένοντες του στροφικού πετάλου, τον τένοντα της μακράς κεφαλής του δικεφάλου, τον αρθρικό θύλακο της γληνοβραχιόνιας άρθρωσης και τους γληνοβραχιόνιο και κορακοβραχιόνιο συνδέσμους (doi: 10.5220/0009090003040315).

ΕΜΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ κατά την απαγωγή, την κάμψη και την έσω στροφή του βραχίονα ο υπακρωμιακός χώρος στενεύει λόγω της προς τα πάνω μετατόπισης της κεφαλής του βραχιονίου προς το πρόσθιο κάτω άκρο του ακρωμίου (PMID: 30285401). 


 

Η ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ της υπακρωμιακής πρόσκρουσης είναι πολυπαραγοντική και κυμαίνεται από την εγγενή εκφύλιση του τένοντα μέχρι την συμπίεσή του από ανατομικούς ή κινηματικούς παράγοντες. 

Η εγγενής θεωρία ενοχοποιεί εκφυλιστικές διεργασίες, κυρίως λόγω ηλικίας, μεταβολικών, καρδιαγγειακών ή νευρομυϊκών νοσημάτων,  καπνίσματος και αιμάτωσης του τένοντα. Οι ενδογενείς δηλαδή αφορούν παθολογικές αλλοιώσεις που συμβαίνουν στον ίδιο το μυ και τον τένοντα. 

Η εξωγενής θεωρία υποδηλώνει βλάβη λόγω πίεσης και τριβής ως συνέπεια κυρίως παραγόντων που προκαλούν αλλοιώσεις στο μυοτενόντιο πέταλο συνήθως λόγω ανατομικών μεταβλητών ή εργονομικών συμπεριφορών, όπως πχ καταπόνηση από συχνές έκκεντρες δραστηριότητες λόγω πλειομετρικής (eccentric) μυϊκής συστολής (doi: 10.1097/JOM.0000000000000929).

 



Η ανεπάρκεια του τενόντιου στροφικού πετάλου λόγω φλεγμονής ή εκφύλισης προκαλεί μυϊκή ανισορροπία και μετατόπιση της βραχιόνιας κεφαλής προς τα άνω και εμπρός και γληνοβραχιόνια αστάθεια με αποτέλεσμα τη στένωση του χώρου και σύνδρομο πρόσκρουσης. Η επαναλαμβανόμενη πίεση, η εκφύλιση και η τριβή του τενόντιου στροφικού πετάλου συμβάλλουν στη στένωση του υποακρωμιακού χώρου, αλλά είναι άγνωστο εάν οι φλεγμονώδεις και εκφυλιστικές αλλοιώσεις στους τένοντες προκαλούν την πρόσκρουση ή εάν τις βλάβες στο τενόντιο πέταλο τις προκαλεί ο στενωμένος υπακρωμιακός χώρος (doi: 10.1371/journal.pone.0176193).

 

 

Συνήθως η παθολογία του μυοτενόντιου πετάλου οφείλεται στη συνέργεια των δύο αυτών παραγόντων, έτσι που ο ένας ενισχύει τον άλλον. Στην ουσία δηλαδή το σύνδρομο αφορά ένα μοντέλο εκφύλισης και μικροκακώσεων (Degenerative – microtrauma). 

Η πρωτογενής πρόσκρουση προκαλείται από δομικές διαταραχές που περιορίζουν μηχανικά τον υπακρωμιακό χώρο, όπως πχ από οστεόφυτα ακρωμιοκλειδικής, διφυές ακρώμιο, δυσμορφία κορακοειδούς απόφυσης ή πλημμελή πώρωση καταγμάτων μείζονος ογκώματος, αλλά και από την αύξηση του όγκου των υπακρωμιακών μαλακών μορίων π.χ. λόγω θυλακίτιδας ή ασβεστοποιού τενοντίτιδας. 

Αντίθετα, στη δευτερογενή πρόσκρουση δεν υπάρχουν ανατομικές διαταραχές, αλλά προκαλείται από λειτουργικά αίτια, όπως η ανώμαλη μετατόπιση του κέντρου περιστροφής της βραχιονίου κεφαλής συνήθως λόγω μυϊκής ανισορροπίας ή αστάθειας, αλλά και τη διαταραχή του ωμοβραχιόνιου ρυθμού, πχ αδυναμία του τραπεζοειδούς και του πρόσθιου οδοντωτού μυός, που επιτρέπουν την παθολογική ανύψωση της ωμοπλάτης κατά τις κινήσεις του βραχίονα (PMID: 28722874).

 


 

Το σχήμα του ακρωμίου σχετίζεται με το σύνδρομο και ταξινομείται σε 3 μορφολογίες, επίπεδο, κυρτό και αγκιστροειδές. Ωστόσο η αιτιολογία του σχήματος του ακρωμίου παραμένει ασαφής. Το ερώτημα εάν είναι επίκτητο ή συγγενές παραμένει επίκαιρο. Τα περισσότερα ακρώμια τύπου ΙΙΙ, σαν ράμφος, βρίσκονται μέσα στον κορακοακρωμιακό σύνδεσμο, και πρόκειται μάλλον για ελκτικές προεξοχές του συνδέσμου λόγω πίεσης από τη βραχιόνιο κεφαλή και φόρτισης από το τενόντιο πέταλο. Ωστόσο, κάποιες προεξοχές συνδέονται με την ηλικία και οι μεγαλύτερες από 5 χιλιοστά σχετίζονται με ρήξεις. 

 


 

Η ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ περιλαμβάνει πόνο στην περιοχή του ώμου, που μπορεί να αντανακλά στον βραχίονα, νυχτερινό πόνο, επώδυνο τόξο κίνησης, συνήθως μεταξύ 60ο - 120ο, θετική δοκιμασία πρόσκρουσης στα αντίστοιχα τεστ και άρση των συμπτωμάτων με έγχυση τοπικού αναισθητικού.

 


 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΛΟΓΙΑ μπορεί να προέρχεται από την τενοντίτιδα, ασβεστοποιό ή μη και την ορογονοθυλακίτιδα. Η ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ περιλαμβάνει την αστάθεια, τη συμφυτική θυλακίτιδα (παγωμένο ώμο), την υπερπλάτια νευροπάθεια, την αυχενική ριζίτιδα και παθήσεις των γειτονικών σπλάχνων, συνήθως πνεύμονες, ήπαρ και χοληδόχο κύστη (doi: 10.53347/rID-2042).

 

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ, η ωμαλγία είναι η 3η σε συχνότητα αιτία πόνου των ασθενών που αναζητούν φροντίδα στην πρωτοβάθμια περίθαλψη μετά την οσφυαλγία και τη γοναλγία (doi: 10.1186/s12891-022-05973-8). Το σύνδρομο πρόσκρουσης του ώμου παρατηρείται πιο συχνά σε άτομα που συμμετέχουν σε δραστηριότητες και αθλήματα που απαιτούν επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες πάνω από το ύψος του ώμου όπως σε κατασκευαστές, τεχνίτες ξύλου, ελαιοχρωματιστές, κομμωτές, αθλητές ρίψεων, χάντμπολ, βόλεϊ, μπάσκετ, μπέιζμπολ και κολύμβησης. Άλλοι εξωγενείς παράγοντες κινδύνου που μπορεί να προδιαθέτουν στην ανάπτυξη του συνδρόμου περιλαμβάνουν την ανύψωση βαρέων φορτίων, το κάπνισμα και τη λήψη φαρμάκων όπως κορτιζόνη και κινολόνες (doi: 10.1007/s40261-018-0729-y). Η συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου αυξάνεται με την ηλικία, με τη μέγιστη επίπτωση να εμφανίζεται την 6η δεκαετία της ζωής. Συχνά υποτροπιάζει και χρονίζει, με το 50% των ασθενών να αναφέρουν συμπτώματα για 6 μήνες έως και μετά από 3 χρόνια (doi: 10.1186/s12998-023-00520-1).

 

Παλαιότερα το σύνδρομο πρόσκρουσης αναγνωριζόταν ως μοναδική ΔΙΑΓΝΩΣΗ, αλλά σήμερα θεωρείται ότι αφορά μια ομάδα συμπτωμάτων και ανατομικών και εμβιομηχανικών χαρακτηριστικών. Ίσως θα ήταν πιο δόκιμο να ονομάζεται ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣΘΙΟΠΛΑΓΙΟΥ ΠΟΝΟΥ (doi: 10.5704/MOJ.1911.001). 

 


 

Το κλειδί για τη διάγνωσή του είναι φυσικά το ιστορικό και η φυσική εξέταση. Οι ασθενείς συνήθως δεν περιγράφουν κάκωση ή προκλητό συμβάν και η έναρξη είναι τις περισσότερες φορές σταδιακή και αναπτύσσεται σε διάστημα εβδομάδων ή μηνών. Οι ασθενείς παραπονιούνται για πόνο όταν σηκώνουν το χέρι, αφού ο υπακρωμιακός χώρος μειώνεται κατά την απαγωγή και την κάμψη. Ο πόνος είναι αποτέλεσμα της πίεσης της κεφαλής του βραχιονίου είτε στον στροφικό πέταλο είτε στον υποακρωμιακό θύλακο ή και στις δύο δομές και συνήθως εντοπίζεται στο ακρώμιο, με αντανάκλαση στην έξω πλευρά του βραχιόνιου (doi: 10.3238/arztebl.2017.0765). Πολλές φορές υπάρχει νυχτερινός πόνος, ιδίως όταν ο ασθενής ξαπλώνει επί της πάσχουσας πλευράς (doi: 10.1186/s12891-018-2319-9).

 

Συχνά οι ασθενείς παρουσιάζουν αδυναμία απαγωγής και έξω στροφής, ενώ μπορεί να διαταράσσεται ο ωμοβραχιόνιος ρυθμός προκαλώντας ανύψωση της ωμοπλάτης κατά την κίνηση του βραχίονα. Μπορεί να υπάρχει ευαισθησία στην ψηλάφηση της ακρωμιοκλειδικής, της κορακοειδούς απόφυσης και αμέσως κάτω από το ακρώμιο στη θέση πρόσφυσης του τενόντιου πετάλου.

 


 

Οι προκλητές δοκιμασίες πρόσκρουσης προκαλούν συμπτώματα, είτε γιατί μειώνουν τον διαθέσιμο υπακρωμιακό χώρο ή γιατί πιέζουν τον ορογόνο θύλακο ή το τενόντιο πέταλο. Τα τεστ αυτά περιλαμβάνουν το τεστ Hawkins, το σημείο Neer, το τεστ Jobe και το επώδυνο τόξο κίνησης. Μεμονωμένα, αυτές οι εξετάσεις έχουν χαμηλή ευαισθησία και ειδικότητα, αλλά όταν συνδυάζονται, μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση του συνδρόμου πρόσκρουσης (doi: 10.1177/1758573214535368).

Ενώ η συνολική διαγνωστική ευαισθησία της φυσικής εξέτασης φτάνει στο 90%, συχνά πραγματοποιούνται απεικονιστικές μελέτες για την επιβεβαίωση της διάγνωσης και τον αποκλεισμό άλλων παθήσεων. Η απλή ακτινογραφία μπορεί να δείξει ασβεστοποίηση του τένοντα ή εκφυλιστικές αλλοιώσεις σε γληνοβραχιόνιο και ακρωμιοκλειδική άρθρωση, το σχήμα του ακρωμίου, την κρίσιμη γωνία του ώμου, τη γωνία δηλαδή που σχηματίζει η ωμογλήνη με το εξωτερικό άκρο του ακρώμιου, η οποία εάν είναι άνω των 35ο μπορεί να σημαίνει τη συμβολή του τενόντιου πετάλου στο σύνδρομο (doi: 10.1016/j.jseint.2023.11.002), τη μειωμένη απόσταση μεταξύ ακρωμίου και κεφαλής (φυσιολογικό εύρος 7-14 mm στους άνδρες και 7-12 mm στις γυναίκες), τα σκληρυντικά στοιχεία στην πρόσφυση του πετάλου στο μείζον όγκωμα και φυσικά την προς τα πάνω μετανάστευση της βραχιόνιας κεφαλής. Ωστόσο σε επίμονες ή υποτροπιάζουσες περιπτώσεις μπορεί να απαιτείται υπερηχογράφημα, μαγνητική τομογραφία ή και πιο επεμβατική αντιμετώπιση για τη διάγνωση της τενοντοπάθειας του στροφικού πετάλου και την κατάδειξη ρήξεων, όπως αρθροσκόπηση κατά την οποία διορθώνονται και οι βλάβες (doi: 10.3238/arztebl.2017.0765).

 


 

Στη συντηρητική ΘΕΡΑΠΕΙΑ συνήθως ανταποκρίνεται το 85% των ασθενών. Είναι η θεραπεία εκλογής για τους πρώτους 3 έως 6 μήνες θεραπείας και περιλαμβάνει  αντιφλεγμονώδη και παυσίπονα φάρμακα, τροποποίηση δραστηριοτήτων και ανάπαυση, πάγο και αλοιφές, τοπικές εγχύσεις, φυσικοθεραπεία και ασκήσεις με έμφαση στην ενδυνάμωση των μυών της ωμικής ζώνης (doi: 10.62051/ygxt7e25 και doi: 10.1016/j.pmr.2022.12.001). Η χειρουργική θεραπεία συστήνεται επί αποτυχίας της συντηρητικής θεραπείας, τις συχνές υποτροπές και στην ύπαρξη ρήξεων (doi:10.2519/jospt.2018.0102).

 


 

 

 


Ο Neer ταξινόμησε το σύνδρομο σε τρία στάδια σοβαρότητας δίνοντας αδρά έναν θεραπευτικό αλγόριθμο. Στο στάδιο Ι η πρόσκρουση προκύπτει κυρίως από οίδημα, φλεγμονή ή αιμορραγία, βλάβες δυνητικά αναστρέψιμες, που παρατηρούνται συνήθως σε ασθενείς < 25 ετών και ανταποκρίνονται στη συντηρητική αγωγή. Το Στάδιο ΙΙ χαρακτηρίζεται από τενοντίτιδα και ίνωση και συμβαίνει συνήθως μεταξύ 25-40 ετών, όπου ο πόνος συνήθως υποτροπιάζει με τη δραστηριότητα και η θεραπεία μπορεί να είναι στην αρχή συντηρητική. Το στάδιο ΙΙΙ κατά το οποίο παρατηρούνται οστεόφυτα και τενόντιες ρήξεις, συνήθως σε ασθενείς > 40 ετών με προοδευτική δυσλειτουργία, που τις περισσότερες φορές απαιτεί χειρουργική αντιμετώπιση (Impingement lesions, Neer CS, 1982). 

 


 

Εκτός του συνήθους εξωτερικού συνδρόμου πρόσκρουσης που αναφερθήκαμε, υπάρχει και το ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΡΟΣΚΡΟΥΣΗΣ όπου προσβάλλεται το ενδοαρθρικό τμήμα των τενόντων ή/και ο επιχείλιος χόνδρος συνήθως σε νέους, ιδίως αθλητές, και οφείλεται στην επαναλαμβανόμενη επαφή μεταξύ του οπίσθιου τμήματος του μείζονος ογκώματος και της κεφαλής του βραχιονίου με το άνω χείλος της ωμογλήνης και τον επιχείλιο χόνδρο όταν ο βραχίονας είναι σε ακραία απαγωγή και έξω στροφή (doi: 10.1016/j.otsr.2019.09.007).

 


 

Είναι σημαντική η έγκαιρη αναγνώριση του συνδρόμου, πριν από τη δημιουργία εκφυλιστικών αλλοιώσεων ώστε να αντιμετωπιστεί κατάλληλα με φάρμακα για τη μείωση του πόνου και της φλεγμονής και παρεμβάσεις όπως η εργονομική συμπεριφορά, οι ασκήσεις και η φυσικοθεραπεία για τη μείωση των υποτροπών, ώστε η χειρουργική αντιμετώπιση να χρειαστεί μόνο για τις περιπτώσεις που επιμένουν ή υποτροπιάζουν συχνά ή έχει συμβεί τενόντια ρήξη.

 



 

 

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

 

Κύστη Baker. Μια συνήθης πάθηση του γόνατος.

 

 https://www.myoskeletiko.com/3926-kysti-baker-mia-synithis-pathisi-pou-prokalei-xronio-pono-sto-gonato-kon-nos-saropoulos-orthopaidikos-xeirourgos-d-ntis-i-orthopaidikis-klinikis-errikos-dynan-konsaropoulos-gmail-com.html